Πώς έμαθα να πλέκω ιστορίες – διήγημα

στις

Πάντα αγαπούσα τα παράξενα ονόματα: πόσο ωραίο να σε λένε Ηλέκτρα, Ζωγραφούλα, Μυρτώ, Λυδία. Πόσο συνηθισμένο να σε λένε Μαρία, Ελένη, Κατερίνα. Και πόσο αδιάφορο να σε λένε Ιωάννα. Κάποτε μου είχαν πει μια ιστορία οι δικοί μου. Πως είχαν τάχα σκοπό να μου δώσουνε το όνομα της μιας γιαγιάς μου – αυτής που, όπως έδειξαν άλλωστε τα χρόνια που ακολούθησαν, με μεγάλωσε στο σπίτι και την αγκαλιά της. Τα σχέδιά τους όμως άλλαξαν αφού λίγο μετά που γεννήθηκα ο παππούς μου, ο άντρας αυτής της γιαγιάς που λέω, μας άφησε χρόνους. Κι έτσι, μ’ είπαν κι εμένα από Γιάννη, Ιωάννα.

Εμένα, όμως, που μ’ έκαιγαν τα παράξενα ονόματα, το όνομα αυτό δεν μου καθόταν και πολύ καλά όταν λίγο μεγάλωσα. Προτιμούσα να ‘χω εκείνο της γιαγιάς μου, που δεν το είχε άλλος κανείς παρά μόνο κάτι εβδομηντάρες ξαδέρφες της στο χωριό: Μανουσάκα. Το Μανουσάκα είναι όνομα ποντιακό. Σημαίνει ίσως βιολέτα ή ναρκισσία. Πάντως ένα άνθος λευκό είναι το μανουσάκι, υπάρχει και τραγούδι παραδοσιακό :

 

                        Εμένα η μάνα μ’ έστειλε να μάσω μανουσάκια

                       Μανουσάκια μανουσάκια, μόσχος και γαρυφαλλάκια

 

Αυτή ήταν, λοιπόν, η γιαγιά μου η Μανουσάκα που με μεγάλωσε. Κανείς μας όμως δεν την φώναζε με τ’ όνομά της. Για όλους ήταν η κυρά ή γιαγιά Μαίρη. Πιο κόσμιο και αστικό, ταίριαζε στο εμπορικό, δυναμικό προφίλ της. Γιατί η γιαγιά μου δεν ήταν καμία γιαγιά γερασμένη, διπλωμένη από τα βάρη της ζωής, με τσεμπέρια και πόδια που σέρνονταν. Καλίγωνε ψύλλο η γιαγιά. Ήταν εμπόρισσα, κρατούσε μαγαζί όλα τα χρόνια της ζωής της και πουλούσε όλων των ειδών τα πράγματα: κλωστές, κουβάρια, κοκαλάκια, παιχνίδια, μασουράκια, δαχτυλιδάκια ψεύτικα για τα κορίτσια, αποκριάτικα, ό, τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Αρχόντισσα μέσα στα ψιλικά της, μάζευε γύρω της στο μαγαζί όλες τις γριές και όλα τα παιδάκια της γειτονιάς. Όλοι την ήξεραν κι από όλους ήταν αγαπητή, κανέναν δεν έδιωχνε ή δεν κακομιλούσε.

Όχι πως ήταν καμιά γυναίκα γλυκερή κι ανέμελη, καθόλου, ούτε καν. Βασανισμένη και μάλιστα πολύ, σ’ όλη τη ζωή της. Διπλά ορφανή από μικρή, σταμάτησε το σχολείο της για να δουλέψει, παντρεύτηκε μικρή κι ανέθρεψε τρία παιδιά. Ποτέ δεν σταμάτησε να εργάζεται μαζί με τον άνδρα της μέχρι που εκείνος αρρώστησε, τον χτύπησαν καρκίνοι κι εγκεφαλικά, και πήγαινε η γιαγιά πρωί κι απόγευμα στο μαγαζί και το μεσημέρι γυρνούσε σπίτι να τον κοιτάξει λίγο και τραγουδούσε καθώς έπλενε τα πιάτα πριν ξαναφύγει για το βασίλειο των ψιλικών της:

 

            Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω, στο πιο ψηλότερο βουνό

                       Ν’ ακούγεται στην ερημιά, ο πόνος μου με την πενιά

 

            Δεν το έβαλε κάτω ποτέ. Ήταν καλοσυνάτη συνειδητά, σαν να ‘χε πάρει μέσα της την απόφαση να είναι καλή, να βοηθάει, να προσφέρει. Ταυτόχρονα, όμως, το πρόσωπό της και το βλέμμα είχανε κάποια αγριάδα. Ήταν σκληρή με τον απλό, φυσικό τρόπο των παλιών, που με όσα είχαν περάσει και περνούσαν ήταν σαν να γεννήθηκαν σκληροί, με κοφτερά κι απότομα σαν τον γκρεμό χαρακτηριστικά στο πρόσωπό τους. Έτσι ήταν η γιαγιά μου η Μαίρη. Σαν βράχος. Ποτέ δεν θα την έβλεπες να κλαίει, να συγκινείται ίσως μόνο και τότε το καταλάβαινες από τα μάγουλά της που κοκκίνιζαν κι άλλαζε θέμα ή έλεγε μια παροιμία στα τουρκικά, κάτι που κανείς δεν καταλάβαινε τι σημαίνει μα για εκείνη είχε φαίνεται κάποιο νόημα. Ίσως να διαλύσει τη φόρτιση τη συναισθηματική με τις απορίες μας για το τι σημαίνει το ένα και τι σημαίνει το άλλο.

Όταν στεναχωριόταν κοκκίνιζε πάλι και ξεφυσούσε, δεν καταλάβαινες καλά καλά αν είναι λυπημένη ή κάτι της έφερε θυμό. Όλα τα συναισθήματα η γιαγιά μου δεν τα πολυφανέρωνε. Ίσως απλώς να τα ανέφερε με λόγια, σαν ένα σημείωμα σ’ ένα χαρτάκι που το διαβάζουμε δυνατά κι έπειτα το τσαλακώνουμε και το πετάμε στον κάδο. Έτσι μου διηγούταν και τις ιστορίες απ’ όταν ήτανε μικρή. Καθώς μαγείρευε στην κουζίνα στο μικρό διαμέρισμά της, πήγαινα κι εγώ, καθόμουν στο σκαμνάκι μου δίπλα στην πόρτα κι όλο της έλεγα πες μου την ιστορία με την μπριζόλα που σας έφαγε η γάτα, πες μου την ιστορία που τραγούδησες τη Μισιρλού στη γιορτή του στρατοπέδου στο χωριό, πες μου πώς έδωσες στη γιαγιά σου πετραδάκι αντί για καραμέλα κι έσπασε το δόντι της –

« Αυτήν την ιστορία άσ’ την, δεν τη λέω, αφού ξες πως με στεναχωρεί, πώς το ‘κανα αυτό το πράμα στη γιαγιά μου!», πες μου πώς έμαθες να χορεύεις μάμπο χαζεύοντας τις χοροεσπερίδες των μεγάλων, πες μου πώς χόρεψες με τον παππού με λασπωμένες μπότες γιατί δεν είχες καθαρά παπούτσια, πες μου, πες μου, πες μου…

Τις ιστορίες τις ήξερα όλες με κάθε λεπτομέρεια, μα πάντα ζητούσα να τις ξανακούσω. «Καλά, δεν τις βαρέθηκες ακόμη;». Πού να τις βαρεθώ εγώ, τις απολάμβανα! Μου άρεσαν όλες οι συνήθειες που είχαμε με τη γιαγιά. Όπως πχ να σηκωνόμαστε στα καλά καθούμενα, να με πιάνει για βαλς και να χορεύουμε τραγουδώντας:

 

Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει τ’ ονομά σου

                       Και πίστεψε πως σ’ αγαπώ με όλη την καρδιά μου

 

Πάντα γελούσαμε μετά απ’ αυτό κι αγκαλιαζόμασταν. Άλλοτε λύναμε μαζί σταυρόλεξα ή παίζαμε ζώο φυτό πράγμα. Εκεί μαλώναμε όμως πολύ γιατί επέμενε στο ζώο από Θ να βάζει θηρίο και στο φυτό από το ίδιο γράμμα, να γράφει θάμνος. Ζωγραφίζαμε κιόλας – πάντα το ίδιο πράγμα. Ένα μεγάλο σχολείο που στην αυλή του κοριτσάκια με φορέματα και τεράστιους φιόγκους στα κεφάλια πιάνονταν για να χορέψουν όλα μαζί. Μέχρι και μια αποτυχημένη προσπάθεια για πλέξιμο είχα κάνει μαζί της, της είχα ζητήσει να μου δείξει αλλά φευ! Πώς λέγανε οι παλιοί «ε, δεν είναι και τα γράμματα» για να δηλώσουνε πως κάτι είναι εύκολο; Το ίδιο έλεγα κι εγώ μα για τ’ αντίθετο. Έμαθα όμως ένα σωρό άλλα πράγματα. Στο σπίτι της γιαγιάς πρωτομαγείρεψα, έπλυνα πιάτα, έκοψα φρούτα – «δεν έχουμε ζώα εδώ, πιο λεπτές κόβε τις φλούδες!», της διάβαζα Ορέστεια, καθώς σιδέρωνε, απ’ τα βιβλία που είχε αλλά ποτέ δεν διάβασε από μόνη της κι έμαθα ακόμη λίγες λέξεις έστω στα τούρκικα και στα ποντιακά.

Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι σήμερα σχεδόν καμία απ’ αυτές τις λέξεις. Ωστόσο συγκινούμαι όταν ακούω ποντιακά, θυμάμαι τη γιαγιά μου και σκέφτομαι πώς να, γι’ αυτό οι άνθρωποι κρατούν έθιμα και παραδόσεις. Για να κρατήσουνε κοντά τους και μες στη θύμησή τους αυτούς που αγαπάνε και τους πήρε το παρελθόν – ίσως αυτή να είναι μία ακόμη σημασία της λέξης παρελθόν. Έμαθα όμως να πλέκω κι ας δυσκολεύομαι ακόμη, κι ας κουνάω τα χέρια μου απ’ τους αγκώνες απλώς για να περάσω μια θηλιά, δεν πειράζει, όπως θα έλεγες κι εσύ αν μ’ έβλεπες:

«Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα»

 

*Πρώτη δημοσίευση στο fractal τον Ιανουάριο του 2020

Διήγημα: “Πώς έμαθα να πλέκω ιστορίες”

και αναδημοσιεύθηκε στο Λογοτεχνικό Δελτίο (τχ 7, Μάρτιος 2020) της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης

Σχολιάστε